- βομβήεις
- βομβήεις, -εσσα, -εν (Α) [βόμβος]ο γεμάτος βόμβο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βομβήεντα — βομβήεις neut nom/voc/acc pl βομβήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβήεντι — βομβήεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβήεσσα — βομβήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek